- ὀδοντοφυεῖν
- ὀδοντοφυέωcut teethpres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδοντοφυώ — (Α ὀδοντοφυῶ, έω) (για νήπια και παιδιά) βγάζω δόντια («τὰ δὲ παιδία ἑβδόμῳ μηνὶ ἄρχονται ὀδοντοφυεῑν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυῶ (< φυής < φύομαι), πρβλ. τριχο φυώ] … Dictionary of Greek